- φανερόφυτος
- -η, -ο(για φυτά), αυτός που έχει τους ανθοφόρους οφθαλμούς στις κορυφές των κλαδιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φανερόφυτος — η, ο, Ν (κυρίως το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα φανερόφυτα βοτ. ταξινομική ομάδα, σύμφωνα με ορισμένο σύστημα ταξινόμησης, η οποία περιλαμβάνει τα φυτά στα οποία οι οφθαλμοί που θα δώσουν τους νέους βλαστούς βρίσκονται σε ορθοτενείς βλαστούς σαφώς … Dictionary of Greek